- εὐστάφυλος
- εὐστάφῠλος [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ep. ἐϋστ-, ον,A rich in grapes, epith. of Dionysus, IG7.3098 (Lebad.);
ἐϋ. ἐνὶ Νάξῳ PSI7.845.16
(v/vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐϋ. ἐνὶ Νάξῳ PSI7.845.16
(v/vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευστάφυλος — εὐστάφυλος, ον (ΑΜ) (Α και ἐϋστάφυλος, ον) 1. αυτός που έχει άφθονα σταφύλια («εὐστάφυλος ἀμπελών») αρχ. επίθ. τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σταφυλή] … Dictionary of Greek
εὐστάφυλος — rich in grapes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταφύλῳ — εὐστάφυλος rich in grapes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)